Κατά τη διάρκεια έρευνας, σε έναν κώδικα δεοντολογίας, στο εισαγωγικό του μέρος, υπήρχε καταγραμμένο ένα απόφθεγμα που αποδίδεται στον Γάλλο Νομπελίστα συγγραφέα, André Gide (1869-1951),ο οποίος υποστήριζε ότι «Όλα έχουν ειπωθεί, μα αφού κανείς δεν ακούει, πρέπει να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή.» Κι ενώ η μελέτη όριζε να προχωρήσουμε με το περιεχόμενο και τις πρόνοιες του κειμένου, το μυαλό επεξεργαζόταν την πιο πάνω πρόταση, με κύριο ερώτημα το πώς η θέση αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην πραγματικότητα που βιώνουμε εν έτει σχεδόν 2022.
Η ενημέρωση μας πλέον, πέραν από αριθμούς κρουσμάτων και νοσηλειών, περιλαμβάνει δυστυχώς και περιστατικά παρενοχλήσεων, εκφοβισμού, βίας και σεξουαλικών αδικημάτων, με τα ποσοστά να αυξάνονται και να αφορούν την εμφάνιση των εν λόγω φαινομένων σε συντροφικές σχέσεις, οικογενειακές, εργασιακές, σχολικές, κοινωνικές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη στην προσπάθεια εξάλειψης των απαγορευμένων συμπεριφορών αλλά και προώθησης και εγκαθίδρυσης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού, υιοθέτησαν αριθμό νομοθετημάτων, διαδικασιών, πολιτικών, ψηφισμάτων και αποφάσεων, σε ευρωπαϊκό αρχικά επίπεδο και εν συνεχεία σε εθνικό, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται και ελέγχεται, τρόπον τινά, το φαινόμενο των παρενοχλήσεων.
Το πρώτο βήμα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις, η σύσταση φορέων και ανεξάρτητων αρχών έχει γίνει εδώ και χρόνια, ως κοινότητα και ξεχωριστές κοινωνίες τα κράτη μέλη, έθεσαν το «προστατευτικό δίκτυ» και το ορθό νομικό πλαίσιο, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να φτάσουν στην πλήρη υλοποίηση υπό την έννοια της αποτελεσματικότητας. Οι μορφές παρενόχλησης παρά τον όποιο χειρισμό, νομοθετικό ή και πρακτικό, συνεχίζουν δυστυχώς να εμφανίζονται, υπενθυμίζοντας σε όλους την ύπαρξη του προβλήματος και την ανάγκη, το δίχως άλλο, για λήψη περαιτέρω μέτρων.
Στην προσπάθεια να κατανοήσει κανείς τους λόγους που παρά τα σχετικά νομοθετήματα, ευρωπαϊκά και ημεδαπά, αλλά και την ποινική διάσταση μορφών παρενόχλησης, εντούτοις δεν κατέστη εφικτό να οδηγηθούμε σε εξάλειψη τέτοιων φαινομένων, θα παρατηρήσει ότι καταλυτικό ρόλο παίζει η χαμηλή κοινωνική ευαισθητοποίηση, ιδίως για τόσο λεπτά ζητήματα, οι έμφυλες ανισότητες, ως και τα πατριαρχικά στερεότυπα που ακόμη και σήμερα είναι βαθιά ριζωμένα στις διάφορες κοινωνίες.
Ζούμε στην εποχή της τεχνολογικής ακμής, με μέσα μεταφοράς χωρίς οδηγούς, τεχνητή νοημοσύνη και την προοπτική των ιπτάμενων οχημάτων να μην μοιάζει μακρινή, κι όμως καλούμαστε να υπερασπιστούμε τα όχι και τόσο αυτονόητα τελικά ατομικά δικαιώματα, όπως η ίση μεταχείριση και η εξάλειψη κάθε δυσμενούς συμπεριφοράς, που αντί να τυγχάνουν μίας φυσιολογικής και εκ των ων ουκ άνευ εφαρμογής, απαιτείται νομοθετικός «εξαναγκασμός» και αυστηρές κυρώσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη το δεδομένο που έχουμε ενώπιον μας, ότι δηλαδή πρόκειται για φαινόμενο που απασχολεί όχι μόνο τη Δημοκρατία, αλλά τόσο ευρωπαϊκά όσο και τρίτα κράτη, καθιστώντας τελικώς το ζήτημα παγκόσμιο, η λύση ίσως να κρύβεται ακριβώς εκεί, στο να πρέπει να «ξεκινήσουμε από την αρχή», να προχωρήσουμε στην αλλαγή κουλτούρας αναφορικά με τη θέση των γυναικών στην κάθε κοινωνία, στην εκπαίδευση των νέων, στη συνεχή παροχή παιδείας, ως την όριζε ο Πλάτων, και γνώσεως η οποία θα οδηγήσει στην πολυπόθητη ευαισθητοποίηση που όλο και συχνότερα συναντάται στις προτεινόμενες για να γίνουν ενέργειες. «Επένδυση» στα παιδιά, ιδίως στους έφηβους που και οι ίδιοι βιώνουν φαινόμενα παρενοχλήσεων στους δικούς τους χώρους κοινωνικοποίησης, δράσης και ζωής. Και ωσάν tabularasa όντα, να μπορέσει η πολιτεία μέσω τους να διαμορφώσει το μέλλον, να «γράψει» επί του λευκού πίνακα των μορφών των μελλοντικών ενηλίκων, γονέων, πολιτών, τις ορθές αξίες, τις αρχές περί σεβασμού της αξιοπρέπειας, των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.